- σερίφ
- ο, Νβλ. σαρίφ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σερίφ — ο άκλ., και σερίφης, ο (λ. αραβ.) 1. τίτλος ευγενών μουσουλμάνων. 2. αιρετός αξιωματικός στις ΗΠΑ που έχει περιορισμένη αστυνομική και δικαστική εξουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαντζάκ-σερίφ — το, Ν άκλ. η ιερή σημαία τών προφητών τού Μωάμεθ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. τουρκικής προέλευσης] … Dictionary of Greek
κρυπτοχριστιανοί — Χριστιανοί που ασπάστηκαν φαινομενικά τον μωαμεθανισμό για να αποφύγουν τους διωγμούς των Οθωμανών κατακτητών, ενώ στην πραγματικότητα διατηρούσαν τη χριστιανική τους πίστη. Οι εξισλαμισμοί στους οποίους προέβαιναν οι Τούρκοι κατακτητές… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
σαρίφ — και σερίφ, ο, Ν αραβικός τιμητικός τίτλος που χρησιμοποιήθηκε από την εποχή τής εμφάνισης τού ισλαμισμού για τα μέλη τού γένους τού Μωάμεθ, τα οποία ήταν αρχηγοί τών σημαντικότερων οικογενειών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. sharīf «ευγενής»] … Dictionary of Greek
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Αβδούλ, Μετζίτ — (1823 – 1861). Τούρκος σουλτάνος. Ήταν πρωτότοκος γιος του Μαχμούτ Β’, τον οποίο και διαδέχτηκε σε ηλικία δεκαπέντε ετών και σε κρίσιμη, για την Τουρκία, περίοδο, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης με την Αίγυπτο. Μετά τη σύναψη σχετικής συνθήκης, με… … Dictionary of Greek
Αμπντούλ Μετζίτ ή Αβδούλ Μετζίτ ή Αμπντ αλ-Ματσίτ — (1823 – 1861).Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1839 61), γιος του Μεχμέτ B’. Με την υποστήριξη των ηγεμονιών της δυτικής Ευρώπης –που τον χρησιμοποιούσαν ως αντιστάθμισμα στον Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου και στη ρωσική επιρροή– και τη… … Dictionary of Greek